- καταπίστευμα
- το1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να χρησιμοποιεί τις νομικώς προσδιορισμένες πανηγυρικές εκφράσεις, αλλά με την απλή έκφραση τής βουλήσεώς του, η οποία τότε λογίζεται ως παράκληση τού διαθέτη4. φρ. α) «κληρονομικό καταπίστευμα» ή «καθολικό καταπίστευμα» — η υποχρέωση που επιβάλλει με τη διαθήκη του ο διαθέτης στον κληρονόμο να παραδώσει μετά από κάποιο ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός σε άλλον, τον καταπιστευματοδόχο, την κληρονομιά που απέκτησε ή ένα ποσοστό της, οπότε ο καταπιστευματοδόχος υπεισέρχεται σε όλα τα σχετικά δικαιώματα και στις υποχρεώσεις τού κληρονόμου, αλλ. καταπίστευσηβ) «μυστικό καταπίστευμα» — η κληροδοσία που δεν προσδιορίζεται πλήρως στη διαθήκη ούτε ως προς το πρόσωπο τού κληροδόχου ούτε ως προς τα κληροδοτούμενα, αλλά πρέπει να προσδιοριστεί με άλλο συμπληρωματικό έγγραφο τού διαθέτηγ) «προφορικό καταπίστευμα» — κληροδοσία που δεν αναφέρεται και επομένως δεν θεμελιώνεται σε διαθήκη ή άλλο έγγραφο, αλλά στη βούληση τού διαθέτη, η οποία δηλώθηκε προφορικά ενώπιον μαρτύρων και ανακοινώθηκε και προς τον κληροδόχο·[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιστεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.